ξεσβερκώνομαι

ξεσβερκώνομαι
напрягать, натруживать шею;

ξεσβερκώθηκα να κοιτάζω κατά κεί τόση ώρα — у меня шея заболела смотреть туда столько времени


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξεσβερκώνομαι" в других словарях:

  • ξεσβερκώνομαι — και ξεσβερκιάζομαι 1. αισθάνομαι πόνο στους μυς τού σβέρκου, τού τραχήλου, που οφείλεται σε μεγάλο κάματο, βγάζω τον σβέρκο μου 2. στρέφω επίμονα και επί πολλή ώρα το κεφάλι μου προς μία κατεύθυνση, ξελαιμιάζομαι («ξεσβερκώθηκε να τόν κοιτάζει»)… …   Dictionary of Greek

  • ξεσβέρκωμα — και ξεσβέρκιασμα, το [ξεσβερκώνομαι / ξεσβερκιάζομαι] 1. πόνος τών μυών τού τραχήλου από υπερβολική κούραση 2. εξάρθρωση τού λαιμού, τού σβέρκου …   Dictionary of Greek

  • ξεσβερκιάζομαι — βλ. ξεσβερκώνομαι …   Dictionary of Greek

  • ξεσβερκιάζομαι — ξεσβερκιάστηκα, ξεσβερκιασμένος, και ξεσβερκώνομαι ξεσβερκώθηκα, ξεσβερκωμένος 1. νιώθω πόνο στο σβέρκο από κούραση. 2. στρέφω επίμονα το κεφάλι προς κάποιο σημείο,αλλ. ξελαιμιάζομαι: Ξεσβερκιάστηκες να βλέπεις ώρες στο παράθυρό της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»